αμφιρρέπω

Greek Monolingual

γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ρέπω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση].