αμφιταλαντεύομαι

Greek Monolingual

ἀμφιταλαντεύω)
νεοελλ.
σκέπτομαι αν πρέπει να κάνω κάτι ή όχι, διστάζω, είμαι αναποφάσιστος
μσν.
σταθμίζω κάτι σε τρόπο ώστε να κλίνει εξίσου και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ταλαντεύομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιταλάντευση].