αμφισβήτηση

Greek Monolingual

η (Α ἀμφισβήτησις)
1. αντίθετη γνώμη για κάτι, αντίρρηση, διαφωνία
αρχ.
1. αντιλογία επάνω σε κάτι, φιλονικία, έριδα
2. αφορμή για φιλονικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφισβητῶ.
ΠΑΡ. αμφισβητήσιμος].