η (Α ἀμφισβήτησις)1. αντίθετη γνώμη για κάτι, αντίρρηση, διαφωνίααρχ.1. αντιλογία επάνω σε κάτι, φιλονικία, έριδα2. αφορμή για φιλονικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφισβητῶ.ΠΑΡ. αμφισβητήσιμος].