αμύγδαλο
Greek Monolingual
και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον)
ο καρπός της αμυγδαλιάς
αρχ.
το δέντρο αμυγδαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. της λ. αμυγδάλη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι
νεοελλ.
αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός, αμυγδαλωτός.
ΣΥΝΘ. αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλοειδής
νεοελλ.
αμυγδαλόγαλα, αμυγδαλοθραύστης, αμυγδαλόκαρπος, αμυγδαλόκολλα, αμυγδαλόλαδο, αμυγδαλόμαζα, αμυγδαλομάτης, αμυγδαλόπαστα, αμυγδαλόπηκτο, πικραμύγδαλο, πετραμύγδαλο].