Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμυγδαλωτός

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

και μυγδαλωτός, -ή, -ό
1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου
2. αυτός που περιέχει ψίχα αμυγδάλου
3. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλωτό είδος γλυκίσματος παρασκευασμένο από κοπανισμένα αμύγδαλα, αλεύρι, ζάχαρη, αβγά κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. -ωτός].