ανάκτορο

Greek Monolingual

το (Α ἀνάκτορον)
συνήθως στον πληθ. τα ανάκτορα
βασιλική κατοικία, παλάτι
νεοελλ.
μέγαρο, πολυτελής κατοικία
αρχ.
κατοικία θεού, ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκτωρ.
ΠΑΡ. ανακτορικός
νεοελλ.
ανακτοροειδής].