ανάνευση

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀνάνευσις) ἀνανεύω
νεύμα, κίνηση του κεφαλιού, των ματιών ή τών φρυδιών προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, άρνηση (αντίθ. του κατάνευση).