(I)η (Α ἀνάνευσις) ἀνανεύωνεύμα, κίνηση του κεφαλιού, των ματιών ή τών φρυδιών προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, άρνηση (αντίθ. του κατάνευση).