ανάρια

Greek Monolingual

επίρρ. ανάριος
1. σε αραιά διαστήματα
2. κάπου κάπουανάρια ανάρια το φιλί για να’ χει νοστιμάδα» — η συχνή επανάληψη καταντάει βαρετή
3. αργά αργά.