ανάριθμος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάριθμος, -ον και ποιητ. ἀνήριθμος, -ον) αριθμός
1. αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος
2. αυτός που δεν έχει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί
αρχ.
1. ο δίχως μέτρο, δίχως όριο
2. ο μη υπολογίσιμος, ασήμαντος.