ἀναΐσσω και συνηρ. ἀνᾴσσω (Α)1. ορμώ επάνω, αναπηδώ2. σηκώνομαι επάνω για να μιλήσω3. (για πηγή) αναβλύζω με ορμή4. φεύγω ολοταχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀΐσσω, ἄσσω].