αναβλύζω

Greek Monolingual

ἀναβλύζω)
(για υγρά) αναπηδώ ορμητικά, ξεπετάγομαι, ξεχύνομαι
αρχ.
εκτοξεύω, εξακοντίζω υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ- + βλύζω.
ΠΑΡ. ανάβλυση (-ις) νεοελλ. ανάβλυσμα].