ἀναβλύζω
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
poet. ἀμβλύζω, AP9.374, Orph.A.1130: fut. -βλυήσω prob. in Ezech.Exag.137: aor.
A ἀνέβλῠσα Arist.Mu.400a32, Q.S.10.108 (tm.); inf. ἀναβλῦσαι (leg. -βλύσαι) Plu.Sull.6:—spout up, ἔλαιον Arist.Mir.841a17; ἄκρητον AP7.31 (Diosc.) codd.; ἐέρσην Nonn. D. 9.58, al.
2 intr., gush forth, Arist.Mu. l. c., IG14.889 (Sinuessa), Heliod. ap. Orib.46.11.9, etc.; Νεῖλος ἀναβλύζων Theoc.17.80.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμβλ- AP 9.374, Orph.A.1130
I 1tr. hacer fluir, brotar καθαρήν με ... πηγὴν ἀμβλύζει γειτονέουσα νάπη a mi, una fuente pura me hace brotar un cercano valle, AP 9.374, ὄνθου τε πλῆθος ἀναβλύζειν τὴν Ἀρέθουσαν que la Aretusa hacía fluir enorme cantidad de estiércol Plb.12.4d.8
•fluir a borbotones, brotar, manar τὸ ἔλαιον Arist.Mir.841a17, ἄκρητον AP 7.31 (Diosc.), γάλακτος ἀναβλύζοντες ἐέρσην Nonn.D.9.58, πολύδακρυν ... ὄμβρον Nonn.D.16.365, ὕδωρ Horap.1.21.
2 intr. fluir, brotar πυρκαϊαί τε καὶ φλόγες ... πρὸς ἑσπέραν ἐκ γῆς ἀναβλύσασαι Arist.Mu.400a32, cf. Plu.Sull.6, ἀνὰ δ' ἔβλυσεν αἷμα ἐκ στόματος Q.S.10.108, cf. D.C.63.16.1
•manar πηγαὶ ... περὶ πέζαν ἀ. IG 14.889 (Sinuesa), cf. Ach.Tat.1.15.6, I.BI 4.459, AI 3.86, ὕδωρ ... ἀναβλύζον κάτωθεν ἀπὸ τῆς γῆς Ach.Tat.1.1.5, Νεῖλος ἀναβλύζων Theoc.17.80, cf. Luc.DMar.3.2, Orph.A.1130, βοάασκεν ἀναβλύζουσα Χάρυβδις bramaba borboteante Caribdis A.R.4.928.
II emborracharse, beber en exceso Ephr.Syr.1.203F.
German (Pape)
[Seite 181] 1) hervorsprudeln, ἀναβλύζουσα, von der Charybdis, Ap. Rh. 4, 923; Νεῖλος ἀναβλύζων, der anschwellende Nil, Theocr. 17, 80; ἀμβλύζει ποταμός Orph. Arg. 1130; ἐκ τούτου πῦρ ἀναβλύσαι Plut. Syll. 6; ἀνέβλυζεν Alex. 57. – 2) trans., hervorsprudeln lassen, Arist. mirab. 113; πηγὴ ἀναβλύζει ἄκρητον Diosc. 24 (VII, 31); νάπη πηγὴν ἀμβλύζει ad. 363 (IX, 374).
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνέβλυσα;
jaillir avec bruit.
Étymologie: ἀνά, βλύζω.
Greek Monolingual
(Α ἀναβλύζω)
(για υγρά) αναπηδώ ορμητικά, ξεπετάγομαι, ξεχύνομαι
αρχ.
εκτοξεύω, εξακοντίζω υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ- + βλύζω.
ΠΑΡ. ανάβλυση (-ις) νεοελλ. ανάβλυσμα].
Greek Monotonic
ἀναβλύζω: ποιητ. ἀμβλ-· αόρ. αʹ ἀνέβλυσα, απαρ., ἀναβλύσαι·
1. αναβλύζω, αναδίδω, με αιτ., σε Ανθ.
2. αμτβ., εξορμώ, εκχέομαι με ορμή, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβλύζω: Anth. тж. ἀμβλύζω
1 стремительно прорываться, вырываться, прыскать (πῦρ ἀναβλύζει, ἔλαιον ἀνέβλυζεν Plut.);
2 бить ключом или бурно разливаться (Νεῖλος ἀναβλύζων Theocr.);
3 стремительно извергать (ἔλαιον Arst.; πηγήν Anth.).
Middle Liddell
1. to spout up, c. acc., Anth.
2. intr. to gush forth, Theocr.