αναγκερός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. άνθρωπος της ανάγκης, πάμπτωχος
2. (για χωράφια, κτήματα κ.λπ.) ο μη αποδοτικός, άφορος, άγονος
3. αυτός που προκαλεί δαπάνες, προξενεί βλάβες, ασθένειες κ.ά., ο ζημιογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγκη + -ερός].