αναδίπλωση

Greek Monolingual

η (A ἀναδίπλωσις) ἀναδιπλῶ
1. δίπλωση, σύμπτυξη
2. τακτική αποχώρηση στρατιωτικού τμήματος
αρχ.
(στη Γραμμ.) ο αναδιπλασιασμός.