αναδημιουργία

Greek Monolingual

η
1. η εκ νέου δημιουργία
2. αναγέννηση
3. ανασχηματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγ. σύνθετο < αναδημιουργώ.
ΠΑΡ. αναδημιουργικός].