αναγέννηση

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναγέννησις)
ἀναγεννῶ
η εκ νέου γέννηση, επάνοδος στη ζωή, αναβίωση, ανανέωση, αναδημιουργία
νεοελλ.
ανάκτηση δυνάμεων, αναζωογόνηση (Εκκλ.) αλλαγή του τρόπου ζωής κάποιου με την εφαρμογή της χριστιανικής διδασκαλίας.