ανασχηματισμός
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Greek Monolingual
ο
ανασύνθεση, ανασύσταση, ανασυγκρότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασχηματίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Μαυρουδή].