ανασχηματισμός
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
Greek Monolingual
ο
ανασύνθεση, ανασύσταση, ανασυγκρότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασχηματίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Μαυρουδή].