αναισθητίζω

Greek Monolingual

προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος.
ΠΑΡ. αναισθήτιση].