ανακούφιση
Greek Monolingual
η (Α ἀνακούφισις) ἀνακουφίζω
1. ελάφρυνση από βάρος, αλάφρωμα
2. απαλλαγή από σωματικά ή ψυχικά βάρη και πόνους, απόκτηση ή αποκατάσταση της ηρεμίας, ξαλάφρωμα
νεοελλ.
1. βοήθεια, ενίσχυση, συνδρομή
2. καταπράυνση, παρηγοριά
3. αποπάτηση.