αναλήθεια

Greek Monolingual

η
ανακρίβεια, πλάνη, ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναληθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς και χρησιμοποιείται συχνά προς αποφυγή της λ. ψεύδος, ψέμα που μπορεί να θεωρηθεί προσβλητική για τον συνομιλητή.