αναληθής

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀναληθής, -ές και ἀναλήθης, -ες)
1. (για ανθρώπους) αυτός που ψεύδεται, ο ψεύτης
2. (για πράγματα) ψεύτικος, ανυπόστατος
αρχ.
(για ύφος) επιτηδευμένος, επίπλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀληθής.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλήθεια].