ψεύδος

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek Monolingual

το / ψεῡδος, ΝΜΑ
1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ
γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.)
2. (λογ.) ψευδής πρόταση, απατηλός συλλογισμός, εσφαλμένο συμπέρασμα
νεοελλ.
φρ. α) «ψεύδος πρώτον»
(λογ.) βασικό σφάλμα συλλογισμού, από το οποίο προκύπτουν εσφαλμένα συμπεράσματα
β) «κατά συνθήκην ψεύδη» — βλ. συνθήκη
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ ψεύδη
α) σημάδια που εμφανίζονται τάχα στη μύτη εκείνου που λέει ψέματα
β) άσπρα στίγματα στα νύχια
2. φρ. α) «ψεύδη βουλεύωἀρτύνω]» — επινοώ ψευτιές (Ομ. Οδ.)
β) «ψεῡδος ἀποτίθεμαι» — εγκαταλείπω τα ψέματα (ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σιγμόληκτο ουδ. σε -ος που έχει σχηματιστεί από το θ. ψευδ- του ψεύδομαι (για ετυμολ. βλ. λ. ψεύδομαι, ενώ για σύνθ. με α' συνθετικό ψεύδος βλ. λ. ψευδο-)].