Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αναρρωτήριο
Greek Monolingual
το νοσηλευτικό ίδρυμα, όπου παρακολουθείται μόνο και υποβοηθείται η θεραπεία των ασθενών, δίχως να γίνονται χειρουργικές επεμβάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ.<αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδαΠαλιγγενεσία («αναρρωτήριον ηθικόν»)].