ανασκιρτώ

Greek Monolingual

(AM ἀνασκιρτῶ, -άω) σκιρτώ
αναπηδώ από χαρά, φόβο, έκπληξη
μσν.
ξαναζωντανεύω, αποκτώ πάλι ζωή.