αναφωνώ

Greek Monolingual

(AM ἀναφωνῶ, -έω)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αιφνίδια
μσν.
1. καλώ κάποιον με το όνομά του
2. τραγουδώ
αρχ.
1. ασκώ τη φωνή μου απαγγέλλοντας δυνατά
2. ανακηρύττω, αναγορεύω.