(AM ἀναφωνῶ, -έω)φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αιφνίδιαμσν.1. καλώ κάποιον με το όνομά του2. τραγουδώαρχ.1. ασκώ τη φωνή μου απαγγέλλοντας δυνατά2. ανακηρύττω, αναγορεύω.