ανεξάρτητος

Greek Monolingual

1. ο μη εξαρτώμενος από άλλον, εκείνος που δεν έχει σχέση με άλλον, αυτοτελής, ελεύθερος
2. αυτοκέφαλος, αυτόνομος
3. εκείνος που δεν έχει οικογενειακές υποχρεώσεις, αδέσμευτος
4. οικονομικά αυτάρκης, εκείνος που δεν έχει ανάγκη από την οικονομική βοήθεια άλλου προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξαρτώμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1820 στον λόγιο ιερομόναχο Βενιαμίν Λέσβιο.
ΠΑΡ. ανεξαρτησία.
ΣΥΝΘ. ανεξαρτητοποιώ].