αδέσμευτος

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀδέσμευτος, -ον) δεσμεύω
νεοελλ.
ο μη δεσμευμένος, αυτός που δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις ή περιορισμούς, που έχει την ελευθερία να ομιλεί ή να πράττει κατά βούληση, ο ελεύθερος
μσν.
ο άδεσμος.