ανθεμόεις
Greek Monolingual
ἀνθεμόεις, -εσσα, -εν (θηλ. και ἀνθεμόεις) (Α)
1. ο ανθισμένος, ο λουλουδιασμένος
2. (για τόπο) γεμάτος λουλούδια, λουλουδάτος
3. (για μεταλλικά σκεύη ή υφάσματα) ο στολισμένος, διακοσμημένος με λουλούδια.
ἀνθεμόεις, -εσσα, -εν (θηλ. και ἀνθεμόεις) (Α)
1. ο ανθισμένος, ο λουλουδιασμένος
2. (για τόπο) γεμάτος λουλούδια, λουλουδάτος
3. (για μεταλλικά σκεύη ή υφάσματα) ο στολισμένος, διακοσμημένος με λουλούδια.