ανοστιά

Greek Monolingual

κ. ανοστία, η
1. η έλλειψη νοστιμιάς, ευχάριστης γεύσης
2. η απώλεια του αισθήματος της γεύσης
3. η έλλειψη χάρης
4. η ακεφιά, η δυσθυμία
5. ανόητα λόγια
6. ανόητη πράξη
7. ανόητη σκέψη.