αντίδοσις

Greek Monolingual

ἀντίδοσις, ἡ (AM)
ανταπόδοση
μσν.
τιμωρία
αρχ.
ένσταση Αθηναίου πολίτη, στον οποίο είχε επιβληθεί πολυδάπανη λειτουργία, με την οποία ζητούσε να ανταλλάξει την περιουσία του με άλλον, πλουσιότερο.