(I)ἀντίον, το (AM) αντί1. κυλινδρικό όργανο του υφαντικού ιστού, το αντίαρχ.ολόκληρος ο υφαντικός ιστός, ο αργαλιός.(II)ἀντίον επίρρ. (AM)βλ. αντίος.