αντίος

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

ἀντίος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλο
2. εκείνος που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον άλλο, ο αντίθετος
3. ο ευθύς (σε αντίθεση με τον πλάγιο)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίον κ. ἀντία
α) ενώπιον, πρόσωπο με πρόσωπο
θ) εναντίον
γ) φρ. «τὸν δ' ἀντίον ηὔδα» — του απάντησα
δ) φρ. «ἀντία εἶναι» — συμπαραστέκεται, βοηθά.