ανταμείβω
Greek Monolingual
(Α ἀνταμείβομαι)
νεοελλ.
αμείβω κάποιον για υπηρεσίες που προσέφερε
αρχ.
1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο
2. ανταποδίδω τα ίσα
3. αποκρίνομαι, απαντώ.
(Α ἀνταμείβομαι)
νεοελλ.
αμείβω κάποιον για υπηρεσίες που προσέφερε
αρχ.
1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο
2. ανταποδίδω τα ίσα
3. αποκρίνομαι, απαντώ.