ανταμύνομαι
Greek Monolingual
ἀνταμύνομαι (Α)
1. προβάλλω αντίσταση σε κάποιον που μου επιτίθεται, υπερασπίζω τον εαυτό μου εναντίον κάποιου
2. ανταποδίδω σε κάποιον τα ίσα.
ἀνταμύνομαι (Α)
1. προβάλλω αντίσταση σε κάποιον που μου επιτίθεται, υπερασπίζω τον εαυτό μου εναντίον κάποιου
2. ανταποδίδω σε κάποιον τα ίσα.