ανταπαντώ

Greek Monolingual


δίνω απάντηση για να αντικρούσω την απάντηση που έδωσε κάποιος σε προηγούμενο ερώτημα ή άποψη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + απαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς].