αντεξετάζω
Greek Monolingual
ἀντεξετάζω (Α)
Ι. ενεργ. εξετάζω κάτι παραβάλλοντας το με κάτι άλλο, συγκρίνω
II. (-ομαι)
1. μετριέμαι συγκρίνομαι με κάτι
2. έρχομαι σε αναμέτρηση με κάποιον
3. παρουσιάζομαι ως αντίδικος κάποιου, αντιδικώ.
ἀντεξετάζω (Α)
Ι. ενεργ. εξετάζω κάτι παραβάλλοντας το με κάτι άλλο, συγκρίνω
II. (-ομαι)
1. μετριέμαι συγκρίνομαι με κάτι
2. έρχομαι σε αναμέτρηση με κάποιον
3. παρουσιάζομαι ως αντίδικος κάποιου, αντιδικώ.