αντιπίπτω
Greek Monolingual
ἀντιπίπτω (AM)
επιτίθεμαι για να αμυνθώ, ανθίσταμαι
μσν.
προσαρμόζω δύο πράγματα ακριβώς
αρχ.
1. πέφτω μέσα σε κάτι
2. αντιτίθεμαι σε κάτι, το αντικρούω
3. παίρνω διαφορετική κατεύθυνση
4. (για περιστάσεις) είμαι δυσμενής
5. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀντιπῖπτον
α) η αντίρρηση
β) το εμπόδιο.