αντιπαλεύω

Greek Monolingual

(AM ἀντιπαλαίω)
παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός)
αρχ.-μσν.
κάνω αγώνα πάλης με κάποιον.