αντιπαράθεση
Greek Monolingual
η (AM ἀντιπαράθεσις)
αντιπαραβολή, σύγκριση
νεοελλ.
τοποθέτηση εναντίον κάποιου, εχθρική στάση
μσν.
αντιστοιχία.
η (AM ἀντιπαράθεσις)
αντιπαραβολή, σύγκριση
νεοελλ.
τοποθέτηση εναντίον κάποιου, εχθρική στάση
μσν.
αντιστοιχία.