ανόρθωση

Greek Monolingual

η (AM ἀνόρθωσις)
1. ανοικοδόμηση, αναστήλωσηἀνόρθωσις τών τειχῶν»)
2. επανόρθωση, βελτίωση, αποκατάστασηανόρθωση της οικονομίας», «Χαῖρε ἀνόρθωσις τών ανθρώπων»)
νεοελλ.
η μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές.