αξεδιάλυτος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. που δεν έχει ξεδιαλυθεί, ανεξήγητος, ανερμήνευτος ή ανεξιχνίαστος («όνειρο αξεδιάλυτο», «μυστήριο αξεδιάλυτο»)
2. αυτός που δεν έχει διυλιστεί, δεν έχει καθαρίσει
λάδι αξεδιάλυτο»)
3. δυσκολοδιάβατος
πυκνά και αξεδιάλυτα δάση»).