ανεξήγητος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
-η, -ο (κ. αξήγητος) (AM ἀνεξήγητος, -ον)
1. αυτός που δεν μπορεί να εξηγηθεί, να ερμηνευθεί
2. όποιος δεν έχει ακόμη εξηγηθεί
νεοελλ.
1. ο αδικαιολόγητος, ο ακατανόητος («ανεξήγητη συμπεριφορά»)
2. εκείνος που δεν έχει δώσει εξηγήσεις για κάποιο θέμα, δεν έχει κάνει σαφή συνεννόηση με κάποιον
μσν.
αυτός που δεν επιτρέπεται ν’ αποκαλυφθεί, ο απόρρητος
αρχ.
ο άρρητος, ο ανέκφραστος.