απέναντι

Greek Monolingual

(AM ἀπέναντι) επίρρ.
έναντι, αντίκρυ
νεοελλ.
1. ενώπιον, κατά πρόσωπον
2. σε σχέση με («απέναντί μου έδειξε καλοσύνη»)
3. για μερική απόσβεση («έδωσε απέναντι δέκα χιλιάδες»).