(AM ἀπέναντι) επίρρ.έναντι, αντίκρυνεοελλ.1. ενώπιον, κατά πρόσωπον2. σε σχέση με («απέναντί μου έδειξε καλοσύνη»)3. για μερική απόσβεση («έδωσε απέναντι δέκα χιλιάδες»).