απαγχονίζω

Greek Monolingual

(AM ἀπαγχονίζω)
θανατώνω κάποιον με αγχόνη, κρεμώ κάποιον από τον λαιμό με θηλειά
αρχ.
απαλλάσσω από την αγχόνη κάποιον, του λύνω τη θηλειά.