απερείδω

Greek Monolingual

ἀπερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω, προσηλώνω
2. προσηλώνομαι
3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι
4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας)
β) κατευθύνω (οργήν είς τινα)
γ) επιρρίπτω την κατηγορία, ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον
δ) μεταφέρω ασφαλώς, εναποθέτω
ε) υφίσταμαι τις ωδίνες του τοκετού, γεννώ.