απιστώ

Greek Monolingual

(AM ἀπιστῶ, -έω)
1. δεν πιστεύω στον θεό
2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω
3. προδίδω
νεοελλ.
αποσκιρτώ, αυτομολώ
μσν.- νεοελλ.
1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη
2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ
μσν.
επαναστατώ
αρχ.
αμφιβάλλω, δυσπιστώ.