-ές (AM ἀπλανής) πλανώμαι1. αυτός που δεν κινείται, σταθερός2. αστρον. (για αστέρια) αυτός που διατηρεί σταθερή θέση μέσα στο στερέωμαμσν.εκείνος που δεν πέφτει σε πλάνη, ο αλάνθαστος.