απλανής

Greek Monolingual

-ές (AM ἀπλανής) πλανώμαι
1. αυτός που δεν κινείται, σταθερός
2. αστρον. (για αστέρια) αυτός που διατηρεί σταθερή θέση μέσα στο στερέωμα
μσν.
εκείνος που δεν πέφτει σε πλάνη, ο αλάνθαστος.