στερέωμα
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
-ατος, τό,
A solid body, Hp.Flat.8, Anaxag. ap. Placit.2.25.9.
b ἄϋλα στερεώματα immaterial solids, Dam.Pr.425, cf. 205.
2 foundation or framework, e.g. the skeleton, on which the body is, as it were, built, Arist.PA655a22; στερεώματος ἕνεκα τοῦ περιτρήτου to strengthen it, Hero Bel.95.8: metaph., solid part, strength of an army, LXX 1 Ma.9.14; also, ratification, ἐπιστολῆς ib.Es.9.29; steadfastness, τῆς πίστεως Ep.Col.2.5.
3 = στεῖρα (of a ship), Thphr. HP5.7.3.
4 firmament, i.e. the sky, the heaven above, LXX Ge. 1.6, Ez.1.22, al.; τὸν τῶν οὐρανίων στερεωμάτων δεσπότην Tab.Defix.Aud.242.8 (Carthage, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 937] τό, das Fest -od. Dichtgemachte, Plut. plac. phil. 2, 25; bes. Grund, Grundlage, Arist. partt. an. 2, 9; bei den Säulen = σπεῖρα. – Geometrischer Körper, Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
t. de math. τὰ στερεώματα les corps solides;
NT: fermeté ; solidité.
Étymologie: στερεόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερέωμα -ατος, τό [στερεόω] hard, vast object. vastheid, kracht:. τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως de kracht van het geloof in Christus NT Col. 2.5.
Russian (Dvoretsky)
στερέωμα: ατος τό
1 твердое тело Anaxagoras ap. Plut.;
2 основа, опора Arst.
English (Strong)
from στερεόω; something established, i.e. (abstractly) confirmation (stability): stedfastness.
English (Thayer)
στερεώματος, τό (στερεόω), that which has been made firm;
a. (Vulg. firmamentum) the firmament; so the Sept. for רָקִיעַ, the arch of the sky, which in early times was thought to be solid, B. D. (especially American edition) under the word Smith's Bible Dictionary, Firmament); a fortified place, 1Esdr. 8:78 (80).
b. that which furnishes a foundation; on which a thing rests firmly, support: Aristotle, partt. an. 2,9, 12, p. 655{a}, 22; κύριος στερέωμα μου, firmness, steadfastness: τῆς πίστεως, solid front; cf. Lightfoot at the passage (per contra Meyer)).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στερεῶ, -ώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στερεώνω, στερέωση
2. βάση, θεμέλιο πάνω στο οποίο στερεώνεται κάτι
3. το άπειρο διάστημα στο οποίο βρίσκονται τα ουράνια σώματα, ο ουράνιος θόλος (α. «το άπειρο στερέωμα» β. «γενηθήτω τὸ στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος», ΠΔ)
νεοελλ.
καθετί με το οποίο στερεώνεται κάτι («του 'βαλα από κάτω γερά στερεώματα»)
μσν.-αρχ.
ενίσχυση, στήριγμα («σὺ εἶ τὸ στερέωμα τῶν προστρεχόντων σοι», Μηναί.)
αρχ.
1. στερεό σώμα
2. η ισχύς στρατεύματος («τὸ στερέωμα τῆς παρεμβολής ἐν τοῖς δεξιοῖς», ΠΔ)
3. επικύρωση, νομιμοποίηση
4. σταθερότητα
5. η στείρα πλοίου.
Greek Monotonic
στερέωμα: -ατος, τό (στερεόω), στερεό, συμπαγές σώμα, κύβος, θεμέλιο, βάση· μεταφ., σταθερότητα, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
στερέωμα: τό, (στερεόω) στερεὸν σῶμα, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 891C· κύβος, Νεμέσ. π. Φύσ. ἀνθρώπου 5. 2) θεμέλιον· π. χ. τὸ σκελετόν, ἐφ’ οὗ τὸ σῶμα εἶναι οἱονεὶ ἐπῳκοδομημένον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 12· μεταφορ., τὸ στερεὸν μέρος, ἰσχὺς στρατεύματος, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΘ΄, 14)· ὡσαύτως νομιμοποίησις, αὐτόθι (Ἐσθ. Θ΄, 29)· ἀκινησία, ἀταραξία, Ἐπιστ. πρ. Κολ. β΄. 5. 3) ὡσαύτως = στεῖρα (ἐπὶ πλοίου), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 3. 4) παρὰ τοῖς Ἑβδ., ὁ ἄνωθεν οὐρανός, τὸ κοῖλον τοῦ οὐρανοῦ, Γέν. Α΄, 6, Ἰεζεκ. Α΄, 22.
Middle Liddell
στερέωμα, ατος, τό, στερεόω
a solid body, foundation: metaph. steadfastness, NTest.
Chinese
原文音譯:steršwma 士帖雷哦馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:堅實(性) 相當於: (רָקִיעַ)
字義溯源:被確立的,堅固,堅定,堅實;源自(στερεόω)=使堅實), (στερεόω)出自(στερεός)=堅硬的),而 (στερεός)出自(ἵστημι)*=站)。註:七十士將(רָקִיעַ)=空氣,穹蒼; 創1:6; 結1:22),繙為這個編號
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 堅固(1) 西2:5
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ρῆμα στερεόω -ῶ, πού παράγεται ἀπό τό στερεός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.