αποκλήρωση

Greek Monolingual

η (Α ἀποκλήρωσις)
νεοελλ.
η στέρηση του δικαιώματος κληρονομιάς από νόμιμο κληρονόμο
αρχ.
1. η εκλογή με κλήρο
2. επιπόλαια εκλογή, στην τύχη
3. ο παραλογισμός («τίς ἡ ἀποκλήρωσις;» — τι το παράλογο υπάρχει;)
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκληρώ (-ώνω). Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιόνιους Κώδικες].