αποκρύπτω

Greek Monolingual

κ. -κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. -κρύβω)
1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό
2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου
νεοελλ.
αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό
αρχ.-μσν.
επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του
αρχ.
φρ.
1. «ἀποκρύπτω γῆν» — χάνω από τα μάτια μου την ξηρά
2. «ἀπέκρυψαν» — χάθηκαν, έγιναν άφαντοι
3. «ἀπεκρύψαμεν ἑαυτούς» — χαθήκαμε απ' τα μάτια τους.